26 Απριλίου 2010

Νεπαλέζικες ιστορίες, μέρος γ'

Είναι 4 τα ξημερώματα. Σβήνω το τσιγάρο, ανάβω τον φακό κεφαλής και βγαίνω έξω. Χαιρετάμε και το ζευγάρι των Γερμανών που παίρνουν το πρωινό τους και ξεκινάμε.

Σήμερα είναι η τελευταία μέρα περπατήματος και συνάμα η πιο μεγάλη. Έχουμε ν' ανέβουμε στα 5.416 μέτρα του Thorong La, και μετά να κατέβουμε στα 3.760 του Muktinath, από την άλλη μεριά -αν όλα πάνε καλά, γύρω στις εννιά ώρες πορεία με σχετικά αργό ρυθμό.


Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής είναι και το πιο δύσκολο, σύμφωνα με τις περιγραφές: μια αρκετά απότομη και παρατεταμένη ανηφόρα, από τα 4.540 μέτρα του Thorong Phedi μέχρι τα 4.925 του High Camp. Ξεκινάμε λοιπόν με αργό βήμα στο μονοπάτι που ανεβαίνει με καγκέλια (παναπεί ζιγκ-ζαγκ) την πλαγιά πάνω από τον ψευτο-οικισμό του Thorong Phedi (δύο lodge όλα κι όλα, το ένα δίπλα στο άλλο). Χτες το μεσημεράκι ανεβήκαμε το ίδιο κομμάτι, αφ' ενός για εγκλιματισμό κι αφ' ετέρου για να το δούμε στο φως της ημέρας, μια που το πρόγραμμα έλεγε ότι θα το περάσουμε νύχτα. Έχω σημαδέψει στο μυαλό μου κάποια σημεία-κλειδιά: στα είκοσι λεπτά το μονοπάτι από χωμάτινο γίνεται σαθρό χαλίκι, άλλα δέκα λεπτά πιο πάνω μπαίνει σ' ένα φαρδύ λούκι και κινείται στη βάση των βράχων της δεξιάς πλευράς, ακόμα δέκα λεπτά και βλέπουμε πλέον το κτίριο του (μοναδικού) ξενώνα στο High Camp.

Καθώς περνάω από το πρώτο σημείο, κοιτάω το ρολόι: είμαστε μέσα στον χρόνο, άρα ο ρυθμός μας είναι όπως χτες, άρα καλά πάμε. Ρίχνω και μια ματιά προς τα πίσω και βλέπω το γαϊτανάκι των φακών κεφαλής που ανεβαίνει φιδογυριστά στην πλαγιά. Ωραία εικόνα.

Ώρα 4:50 φτάνω στο High Camp, και λίγο πίσω μου ακολουθεί ο Ηλίας. Σταματάμε και περιμένουμε τους άλλους, έχουμε συμφωνήσει ότι εδώ θα είναι το πρώτο σημείο ανασυγκρότησης της ομάδας. Κάνει κρύο τσουχτερό, από τον ξενώνα βγαίνουν δυο τύποι και με χαιρετάνε. Αρχικά δεν τους αναγνωρίζω έτσι όπως είναι κουκουλωμένοι με τους σκούφους και τις μπαλακλάβες, μετά καταλαβαίνω ότι είναι το αντρόγυνο των Ισπανών που τρώγαμε παρέα χτες το μεσημέρι. Πολύ συμπαθητικοί. Τους ευχόμαστε καλή ανάβαση, και δίνουμε ραντεβού πιο πάνω.

Πέντε και κάτι φτάνουν η Δώρα με τον Μπιρ. Μπορούμε να συνεχίσουμε, και στο σημείο αυτό ακολουθεί το πιο δύσκολο πέρασμα ολόκληρου του τρεκ: μια εκτεθειμένη πλαγιά που κοιτάει στον Βορρά και κρατάει κάμποσο χιόνι. Πρέπει να την τραβερσάρουμε, παναπεί να την περάσουμε κατά μήκος, και δεν έχουμε μαζί μας ούτε κραμπόν ούτε πιολέ, ούτε καν ένα σχοινί. Το χιόνι λογικά τέτοια ώρα και με τέτοιο κρύο θα είναι παγωμένο, το μονοπάτι είναι στενό, κι η πλαγιά από κάτω έχει κλίση κάμποσες μοίρες, γυαλίζει σαν καθρέφτης και χάνεται μέσα σ' ένα φυσικό χωνί από βράχια, που μάλλον καταλήγει σε κάποια γκρεμίλα. Χμμμμ. Ωστόσο, χτες που εμπιστεύτηκα στον Μπιρ τις ανησυχίες μου για το συγκεκριμένο πέρασμα, αυτός μου απάντησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα ακόμα πιο πλατύ "no problem"!

Μπαίνει μπροστά ο Ηλίας, κι εγώ από πίσω πατάω ακριβώς στα βήματά του. Με προσοχή περνάμε το χιονισμένο κομμάτι, ευτυχώς το χιόνι είναι πατημένο κι έτσι η παγωνιά δεν το έχει κάνει γυαλί, είχε δίκιο ο Μπιρ, έδειχνε πιο δύσκολο απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα. Ξαναβγαίνουμε στο χώμα και συνεχίζουμε τον ανήφορο.

Πιο πάνω βρίσκουμε κι άλλες χιονούρες, αλλά πλέον έχουμε πάρει το κολάι και τις περνάμε άνετα. Καθώς η μέρα αρχίζει να φωτίζει, πετυχαίνουμε και ομάδες πεζοπόρων που ξεκίνησαν πριν από μας, από το High Camp. Προσπερνάμε τους πιο αργοκίνητους και συνεχίζουμε.

Γύρω στις 7, έχω αποσπαστεί λίγο από τους υπόλοιπους και φτάνω στο τέλος της γαϊδουροανηφόρας. Στα αριστερά η κορυφή Thorung Peak, 6.144 μ., στα δεξιά η κορυφή Yakwakang, 6.482 μ., και στη μέση ανοίγεται το μεγάλο διάσελο του Thorong La. Καθώς χαζεύω το τοπίο, με πλησιάζει ο Σάντζο, ο ένας από τους βαστάζους μας.

- Thorong La, seven thirty.

Ένα μισάωρο ακόμα δηλαδή. Εντάξει, μια χαρά είμαστε. Ο σκοπός του ξεκινήματος άγρια χαράματα ήταν να φτάσουμε επάνω νωρίς, πριν μας προλάβουν οι θυελλώδεις άνεμοι που αρχίζουν να φυσάνε κατά τις 9-10 το πρωί και κάνουν το πέρασμα βασανιστήριο. Απ' ό,τι φαίνεται, μέχρι τις 8 θα έχουμε ανέβει όλοι.

Όμως οι δυσκολίες δεν έχουν τελειώσει. Το εκτεταμένο διάσελο είναι μια μακριά σειρά από ραχούλες. Μετά τις 4-5 πρώτες, η κάθε επόμενη μοιάζει να είναι η τελευταία. Γκαζώνω στην ανηφόρα, άντε να τελειώνουμε, και μόλις την περάσω... αποκαλύπτεται άλλη μία, λίγο πιο πίσω. Και τώρα πια οι ανάσες έχουν γίνει πιο δύσκολες, είμαστε για τα καλά πάνω από τα 5.000 μέτρα υψόμετρο, κάθε είκοσι μέτρα πρέπει να σταθώ για να ξεφουσκώσω. Οι ραχούλες δείχνουν να μην έχουν τελειωμό, όμως ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα σύμπλεγμα από σημαίες προσευχής, που σκεπάζουν μια μεταλλική ταμπέλα. Αυτό είναι! Το ψηλότερο σημείο! Επιτέλους! Και ξαφνικά, τον παγωμένο αέρα σκίζει η κραυγή της εξιλέωσης:


- ΓΑΜΗΜΕΝΟΟΟΟΟ!!!

Είναι 7:40 όταν φτάνω στο πέρασμα, στρίβω ένα τσιγάρο (μιλάμε για πολύ θράσος :-) και χαιρετάω τους Ισπανούς που έχουν φτάσει νωρίτερα και ετοιμάζονται να κατέβουν. Εδώ βρίσκονται και δυο τύποι που δεν έχω ξαναδεί, μάλλον βορειοευρωπαίοι, βλοσυροί και αμίλητοι μοιράζονται μια Toblerone. Γύρω στις 8, κι ενώ έχω αρχίσει να ξυλιάζω, έρχονται και οι υπόλοιποι. Αγκαλιές, φιλιά, συγχαρητήρια. Και συγκίνηση, καθώς ξετυλίγουμε τη σημαία που έχουμε φέρει για να αφήσουμε εδώ, στη μνήμη του Έλληνα ορειβάτη Νίκου Μπούμπαλη που έχασε τη ζωή του πριν δέκα χρόνια στο Island Peak.

Βγάζουμε και μερικές φωτογραφίες, και δρόμο. Δεν είναι για να κάθεσαι πολύ εδώ πάνω, κάνει ψοφόκρυο παρόλο που ακόμα δεν φυσάει και η μέρα είναι ηλιόλουστη. Επιπλέον, μας περιμένει και ο κατήφορος που ναι μεν είναι πιο εύκολος, αλλά είναι πολύ κουραστικός. Από αυτή του τη μεριά το βουνό είναι σαν σεληνιακό τοπίο, απόλυτη ξεραΐλα, σαθρό έδαφος, σκόνη, πέτρες, βράχος.

Πολλές ώρες αργότερα αναπαυόμαστε στο "Himalayan Inn", στο Jomsom (2.720 m.). Τέλος το τρεκ. Μεσολάβησε ο σπαστικός κατήφορος, το φαγητό στο Muktinath και μια αχαρακτήριστη διαδρομή με τζιπ μέσα από έναν χωματόδρομο χειρότερο κι από αυτόν της πρώτης μέρας. Βγάζουμε τις μπότες, η μπόχα είναι απίστευτη, και στο ντους διώχνουμε από πάνω μας ίσαμε δύο κιλά σκόνη ο καθένας.

Παρά την κούραση το ηθικό είναι πολύ υψηλό. Όμως το σήριαλ της Ανναπούρνα έχει ακόμα δυο επεισόδια μέχρι την επιστροφή στην Κατμαντού. Μία πτήση ως την Ποκάρα, κι ένα ταξίδι με λεωφορείο -που τελικά θα αποδειχτούν, ω ναι!, πιο ζόρικα από το περπάτημα...


(συνεχίζεται)


.



7 σχόλια:

  1. Συναρπαστικές οι αφηγήσεις από το Νεπάλ, βρε Χασοδίκη, ζηλεύουμε κλπ., ωραιότατες οι φωτογραφίες, αλλά εμένα μια απορία ταλανίζει το μυαλό μου όταν σε διαβάζω:

    Το σκέφτηκες καλά και επέστρεψες εδώ; :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εκ των υστέρων, την έχω κι εγώ την απορία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν ρώτησες αν παρέχεται πολιτικό άσυλο στο Νεπάλ; Πιθανότατα τα κριτήρια θα είναι ελαστικότερα των αντίστοιχων ελληνικών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ πιθανό, αλλά ομολογώ ότι δεν το τσέκαρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Διάβασα καλά;
    Βαστάζους είχατε;
    Δλδ σας μετέφεραν στα χέρια και σεις απλά κουνούσατε τα πόδια σας στον αέρα , για να έχετε την αίσθηση ότι περπατάτε;

    Αμ' έτσι ανεβαίνω και γω,:)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Υπέροχη η φωτογραφία, σου δίνει την αίσθηση ότι αγγίζεις τον ουρανό.

    Με τέτοιες αναμνήσεις Χασοδίκη μπορείς να τρέφεσαι για μήνες....

    Καλά ταξίδια ξανά!
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Απ' το στόμα σου και στου Βούδα τ' αυτί :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ενστάσεις και ισχυρισμοί
κατατίθενται μόνον εγγράφως
(Χασοδίκειος Πολιτική Δικονομία, άρθρον 228)