Σήμερα, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, θα ασχοληθούμε με άλλη μία πονεμένη ιστορία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας: το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται "μετανάστευση". Και επειδή το κεφάλαιο είναι πράγματι μεγάλο, θα το κόψουμε σε μικρότερα κομμάτια και θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε μερικές παραμέτρους του ζητήματος, χωρία να φιλοδοξούμε να το εξαντλήσουμε και χωρίς να παραθέσουμε ατελείωτα αριθμητικά δεδομένα.
Για πολλές δεκαετίες, η Ελλάδα ήταν μία χώρα προέλευσης μεταναστών και όχι υποδοχής τους -λαϊκά τραγούδια για τον καημό της ξενιτιάς γράφονταν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '70. Η τάση αυτή αντιστράφηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά: η εκκωφαντική κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και οι συνέπειές της (άνοιγμα των συνόρων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, όχι μόνο στις χώρες αυτές, αλλά και σε πολλές του Τρίτου Κόσμου που βρίσκονταν υπό την ομπρέλλα της πρώην ΕΣΣΔ) δημιούργησαν κύματα οικονομικών μεταναστών που κατευθύνονταν προς τη Δυτική Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είχε ήδη καταστεί μέλος του κλαμπ των ανεπτυγμένων δυτικών κρατών και -χάρη και στη γεωγραφική της θέση- έγινε πέρασμα αλλά και προορισμός για πολλές χιλιάδες ανθρώπους που αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον.
Η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να είναι εν πολλοίς αναμενόμενη, ωστόσο το αθάνατο ελληνικό Κράτος πιάστηκε -όπως συνήθως- στον ύπνο, με αποτέλεσμα να βρεθεί μέσα σε λίγα χρόνια αντιμέτωπο με ένα μείζον και δυσεπίλυτο κοινωνικό πρόβλημα: την εγκατάσταση στην Ελλάδα εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, παράνομων στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τους οποίους δεν είχε προβλέψει πώς θα διαχειριστεί.
Για τουλάχιστον έξι-εφτά χρόνια η επίσημη Πολιτεία περιορίστηκε να παρακολουθεί το φαινόμενο, χωρίς να κάνει την οποιαδήποτε προσπάθεια να το ρυθμίσει. Ήταν εμφανές ότι τα νομοθετικά εργαλεία που υπήρχαν στα μέσα της δεκαετίας του '90, αποτελεσματικά μέχρι τότε για τη ρύθμιση της νόμιμης διαμονής λίγων χιλιάδων μεταναστών, ήταν πλέον εντελώς ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης. Παρόλα αυτά, μέχρι το 1997 δεν είχε γίνει απολύτως καμία προσπάθεια για την αναβάθμιση ή αντικατάστασή τους.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η κοινωνία αντιμετώπισε το φαινόμενο με διφορούμενο τρόπο. Αρχικά, υποδέχθηκε τους μετανάστες με κάποια συμπάθεια: είτε επρόκειτο για πρόσφυγες, είτε για οικονομικούς μετανάστες, οι περισσότεροι τους έβλεπαν σαν αναξιοπαθούντες που χρειάζονταν βοήθεια -ξυπνώντας και μνήμες από το παρελθόν. Επιπλέον, επωφελήθηκε από την παρουσία τους: βρέθηκαν πρόθυμα χέρια για τις βαριές χειρωνακτικές εργασίες (οικοδομή, γεωργική παραγωγή) και μάλιστα φτηνά. Σιγά σιγά, όμως, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μετατράπηκε για το συλλογικό κοινωνικό υποσυνείδητο σε απειλή: χάρη και στις κανιβαλικές διαθέσεις ορισμένων ΜΜΕ, οι μετανάστες αναγορεύτηκαν σε βασικό παράγοντα αύξησης της ανεργίας και της εγκληματικότητας -ασχέτως του ότι τα επίσημα στοιχεία ουδέποτε επιβεβαίωσαν την εικόνα που σχημάτισε ο κόσμος. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός εξαπλώθηκαν στην ελληνική κοινωνία σαν πανούκλα.
Η πρώτη επίσημη προσπάθεια να ρυθμιστεί κάπως η κατάσταση έγινε το 1997 -ήταν όμως αποσπασματική και ως εκ τούτου αναποτελεσματική. Στην ουσία, το Ελληνικό Κράτος περίμενε μέχρι το 2001 για να αποπειραθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ριζικά: ο νόμος 2910/01 αποτέλεσε ένα φιλόδοξο εγχείρημα νομιμοποίησης των μέχρι τότε παρανόμως διαβιούντων στη χώρα μεταναστών και θέσπισης ξεκάθαρων κανόνων για το μέλλον -θα θυμάσαι, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, τη διαφημιστική καμπάνια με τον συμπαθή Χασάν.
Μολονότι οι προθέσεις του νομοθέτη ήταν καλές, οι επιλογές που έγιναν δεν ήταν οι καλύτερες. Ο νόμος 2910/01 κινήθηκε σε μία γραφειοκρατική λογική και καθιέρωσε ένα δύσκαμπτο και περίπλοκο διοικητικό σχήμα, που αποδείχθηκε στην πράξη ότι ξεπερνούσε τις δυνατότητες της Διοίκησης. Τα κύρια αρνητικά του σημεία ήταν δύο: η καθιέρωση ενός συστήματος διπλών αδειών (διαμονής και εργασίας), που δεν προσέφερε τίποτα άλλο παρά ταλαιπωρία για τους εμπλεκόμενους (οι οποίοι στέκονταν δύο φορές σε ατελείωτες ουρές για να καταθέσουν τα ίδια δικαιολογητικά) και η εμπλοκή των Περιφερειών στο εγχείρημα -επιλογή που αποδείχθηκε εντελώς ατυχής, λόγω της τραγικά ελλειπούς στελέχωσης των συγκεκριμένων υπηρεσιών, και που είχε σαν αποτέλεσμα να προκαλούνται απερίγραπτες καθυστερήσεις στην έκδοση των αδειών.
Μία τρίτη και μακροπρόθεσμα πιο σοβαρή ανεπάρκεια του καινούργιου συστήματος ήταν η διαδικασία που θέσπισε για τη νόμιμη προσέλευση μεταναστών στο μέλλον: χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, θα δώσουμε μια γενική περιγραφή για να γίνει κατανοητό το γκροτέσκο του εγχειρήματος: υποτίθεται ότι, με βάση τον νόμο, θα έπρεπε να συσταθούν ειδικές επιτροπές ανά περιφέρεια, που θα έκαναν καταγραφή των διαθεσίμων θέσεων εργασίας. Κατόπιν, θα κατάρτιζαν λίστες ανά νομό και ανά ειδικότητα, θα τις έστελναν στα κατά τόπους προξενεία της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί θα έκαναν αίτηση για συγκεκριμένη θέση και οι αιτήσεις θα προωθούνταν στην Ελλάδα, όπου οι υποψήφιοι εργοδότες θα επέλεγαν και θα προσελάμβαναν εξ αποστάσεως, για να μπορέσει μετά να έρθει στη χώρα ο μελλοντικός εργαζόμενος!
Εξυπακούεται ότι το σύστημα αυτό, όχι μόνο δεν λειτούργησε ποτέ, αλλά δεν έγινε καν προσπάθεια να εφαρμοστεί. Οι περίφημες επιτροπές δεν συστάθηκαν καν, και οι μετανάστες συνέχισαν να έρχονται ανεξέλεγκτα και βέβαια παράνομα στην χώρα.
Ας επιστρέψουμε όμως στο πρόβλημα όσων βρίσκονταν ήδη εδώ: η όλη επιχείρηση καταγραφής και νομιμοποίησής τους υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε ένα εξάμηνο περίπου. Εξαιρετικά φιλόδοξη πρόβλεψη, η οποία ασφαλώς διαψεύστηκε: άρχισε λοιπόν ένα γαϊτανάκι παρατάσεων των λεγόμενων "μεταβατικών" διατάξεων του νόμου, δηλαδή της διαδικασίας νομιμοποίησης, που κράτησε μέχρι το καλοκαίρι του 2003, οπότε το παράθυρο έκλεισε υποτίθεται οριστικά (για να ξανανοίξει αργότερα από τη νέα κυβέρνηση).
Ο νόμος 2910/01, παρά τις καλές προθέσεις, έδωσε φτωχά αποτελέσματα: εξαιτίας των παράλογων διατάξεών του, η "ένταξη" των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία ξεκίνησε με την ταχύρρυθμη εκμάθηση της νοοτροπίας του ελληνικού Δημοσίου. Οι μετανάστες έμαθαν γρήγορα ότι καμία προθεσμία δεν είναι δεσμευτική, ότι πάντα θα δίνεται κάποια παράταση ή θα γίνεται κάποια αναθεώρηση -και προσαρμόστηκαν ανάλογα. Επιπλέον, το δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα που καθιερώθηκε είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κυκλωμάτων εκμετάλλευσης των μεταναστών, που αναλάμβαναν με το αζημίωτο τη γρήγορη έκδοση των αδειών τους -σε σύντομο χρόνο η πιάτσα κατακλύστηκε από ακριβοπληρωμένες πλαστές άδειες και βεβαιώσεις, για τις οποίες ακόμη και σήμερα δικάζεται κόσμος.
Ανακεφαλαιώνοντας, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, έχουμε φτάσει περίπου στα τέλη του 2003 και η μέχρι τότε διαμορφωμένη κατάσταση είχε ως εξής: μια πολύχρονη αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους, που οδήγησε σταδιακά στη δαιμονοποίηση των μεταναστών, αντικαταστάθηκε από την καθιέρωση ενός περίπλοκου και αναποτελεσματικού συστήματος καταγραφής και νομιμοποίησής τους, που άφησε πολλά προβλήματα άλυτα. Την ίδια στιγμή, απουσίαζε οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής ένταξης, ενσωμάτωσης, όπως θες πες το, των ανθρώπων αυτών στην ελληνική κοινωνία και υιοθετούνταν μία μελλοντική προσέγγιση του ζητήματος από την οποία έλειπε κάθε στοιχείο ρεαλισμού.
Πάρε ανάσα τώρα, και θα συνεχίσουμε αύριο: θα δούμε τι έκανε η Νέα Διακυβέρνηση και πού βρισκόμαστε σήμερα. Είπαμε, το θέμα είναι τεράστιο και χρειάζεται προσεκτική προσέγγιση. Για την ώρα,
Σε χαιρετώ
Χασοδίκης
Για πολλές δεκαετίες, η Ελλάδα ήταν μία χώρα προέλευσης μεταναστών και όχι υποδοχής τους -λαϊκά τραγούδια για τον καημό της ξενιτιάς γράφονταν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '70. Η τάση αυτή αντιστράφηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά: η εκκωφαντική κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και οι συνέπειές της (άνοιγμα των συνόρων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, όχι μόνο στις χώρες αυτές, αλλά και σε πολλές του Τρίτου Κόσμου που βρίσκονταν υπό την ομπρέλλα της πρώην ΕΣΣΔ) δημιούργησαν κύματα οικονομικών μεταναστών που κατευθύνονταν προς τη Δυτική Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είχε ήδη καταστεί μέλος του κλαμπ των ανεπτυγμένων δυτικών κρατών και -χάρη και στη γεωγραφική της θέση- έγινε πέρασμα αλλά και προορισμός για πολλές χιλιάδες ανθρώπους που αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον.
Η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να είναι εν πολλοίς αναμενόμενη, ωστόσο το αθάνατο ελληνικό Κράτος πιάστηκε -όπως συνήθως- στον ύπνο, με αποτέλεσμα να βρεθεί μέσα σε λίγα χρόνια αντιμέτωπο με ένα μείζον και δυσεπίλυτο κοινωνικό πρόβλημα: την εγκατάσταση στην Ελλάδα εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, παράνομων στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τους οποίους δεν είχε προβλέψει πώς θα διαχειριστεί.
Για τουλάχιστον έξι-εφτά χρόνια η επίσημη Πολιτεία περιορίστηκε να παρακολουθεί το φαινόμενο, χωρίς να κάνει την οποιαδήποτε προσπάθεια να το ρυθμίσει. Ήταν εμφανές ότι τα νομοθετικά εργαλεία που υπήρχαν στα μέσα της δεκαετίας του '90, αποτελεσματικά μέχρι τότε για τη ρύθμιση της νόμιμης διαμονής λίγων χιλιάδων μεταναστών, ήταν πλέον εντελώς ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης. Παρόλα αυτά, μέχρι το 1997 δεν είχε γίνει απολύτως καμία προσπάθεια για την αναβάθμιση ή αντικατάστασή τους.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η κοινωνία αντιμετώπισε το φαινόμενο με διφορούμενο τρόπο. Αρχικά, υποδέχθηκε τους μετανάστες με κάποια συμπάθεια: είτε επρόκειτο για πρόσφυγες, είτε για οικονομικούς μετανάστες, οι περισσότεροι τους έβλεπαν σαν αναξιοπαθούντες που χρειάζονταν βοήθεια -ξυπνώντας και μνήμες από το παρελθόν. Επιπλέον, επωφελήθηκε από την παρουσία τους: βρέθηκαν πρόθυμα χέρια για τις βαριές χειρωνακτικές εργασίες (οικοδομή, γεωργική παραγωγή) και μάλιστα φτηνά. Σιγά σιγά, όμως, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μετατράπηκε για το συλλογικό κοινωνικό υποσυνείδητο σε απειλή: χάρη και στις κανιβαλικές διαθέσεις ορισμένων ΜΜΕ, οι μετανάστες αναγορεύτηκαν σε βασικό παράγοντα αύξησης της ανεργίας και της εγκληματικότητας -ασχέτως του ότι τα επίσημα στοιχεία ουδέποτε επιβεβαίωσαν την εικόνα που σχημάτισε ο κόσμος. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός εξαπλώθηκαν στην ελληνική κοινωνία σαν πανούκλα.
Η πρώτη επίσημη προσπάθεια να ρυθμιστεί κάπως η κατάσταση έγινε το 1997 -ήταν όμως αποσπασματική και ως εκ τούτου αναποτελεσματική. Στην ουσία, το Ελληνικό Κράτος περίμενε μέχρι το 2001 για να αποπειραθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ριζικά: ο νόμος 2910/01 αποτέλεσε ένα φιλόδοξο εγχείρημα νομιμοποίησης των μέχρι τότε παρανόμως διαβιούντων στη χώρα μεταναστών και θέσπισης ξεκάθαρων κανόνων για το μέλλον -θα θυμάσαι, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, τη διαφημιστική καμπάνια με τον συμπαθή Χασάν.
Μολονότι οι προθέσεις του νομοθέτη ήταν καλές, οι επιλογές που έγιναν δεν ήταν οι καλύτερες. Ο νόμος 2910/01 κινήθηκε σε μία γραφειοκρατική λογική και καθιέρωσε ένα δύσκαμπτο και περίπλοκο διοικητικό σχήμα, που αποδείχθηκε στην πράξη ότι ξεπερνούσε τις δυνατότητες της Διοίκησης. Τα κύρια αρνητικά του σημεία ήταν δύο: η καθιέρωση ενός συστήματος διπλών αδειών (διαμονής και εργασίας), που δεν προσέφερε τίποτα άλλο παρά ταλαιπωρία για τους εμπλεκόμενους (οι οποίοι στέκονταν δύο φορές σε ατελείωτες ουρές για να καταθέσουν τα ίδια δικαιολογητικά) και η εμπλοκή των Περιφερειών στο εγχείρημα -επιλογή που αποδείχθηκε εντελώς ατυχής, λόγω της τραγικά ελλειπούς στελέχωσης των συγκεκριμένων υπηρεσιών, και που είχε σαν αποτέλεσμα να προκαλούνται απερίγραπτες καθυστερήσεις στην έκδοση των αδειών.
Μία τρίτη και μακροπρόθεσμα πιο σοβαρή ανεπάρκεια του καινούργιου συστήματος ήταν η διαδικασία που θέσπισε για τη νόμιμη προσέλευση μεταναστών στο μέλλον: χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, θα δώσουμε μια γενική περιγραφή για να γίνει κατανοητό το γκροτέσκο του εγχειρήματος: υποτίθεται ότι, με βάση τον νόμο, θα έπρεπε να συσταθούν ειδικές επιτροπές ανά περιφέρεια, που θα έκαναν καταγραφή των διαθεσίμων θέσεων εργασίας. Κατόπιν, θα κατάρτιζαν λίστες ανά νομό και ανά ειδικότητα, θα τις έστελναν στα κατά τόπους προξενεία της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί θα έκαναν αίτηση για συγκεκριμένη θέση και οι αιτήσεις θα προωθούνταν στην Ελλάδα, όπου οι υποψήφιοι εργοδότες θα επέλεγαν και θα προσελάμβαναν εξ αποστάσεως, για να μπορέσει μετά να έρθει στη χώρα ο μελλοντικός εργαζόμενος!
Εξυπακούεται ότι το σύστημα αυτό, όχι μόνο δεν λειτούργησε ποτέ, αλλά δεν έγινε καν προσπάθεια να εφαρμοστεί. Οι περίφημες επιτροπές δεν συστάθηκαν καν, και οι μετανάστες συνέχισαν να έρχονται ανεξέλεγκτα και βέβαια παράνομα στην χώρα.
Ας επιστρέψουμε όμως στο πρόβλημα όσων βρίσκονταν ήδη εδώ: η όλη επιχείρηση καταγραφής και νομιμοποίησής τους υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε ένα εξάμηνο περίπου. Εξαιρετικά φιλόδοξη πρόβλεψη, η οποία ασφαλώς διαψεύστηκε: άρχισε λοιπόν ένα γαϊτανάκι παρατάσεων των λεγόμενων "μεταβατικών" διατάξεων του νόμου, δηλαδή της διαδικασίας νομιμοποίησης, που κράτησε μέχρι το καλοκαίρι του 2003, οπότε το παράθυρο έκλεισε υποτίθεται οριστικά (για να ξανανοίξει αργότερα από τη νέα κυβέρνηση).
Ο νόμος 2910/01, παρά τις καλές προθέσεις, έδωσε φτωχά αποτελέσματα: εξαιτίας των παράλογων διατάξεών του, η "ένταξη" των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία ξεκίνησε με την ταχύρρυθμη εκμάθηση της νοοτροπίας του ελληνικού Δημοσίου. Οι μετανάστες έμαθαν γρήγορα ότι καμία προθεσμία δεν είναι δεσμευτική, ότι πάντα θα δίνεται κάποια παράταση ή θα γίνεται κάποια αναθεώρηση -και προσαρμόστηκαν ανάλογα. Επιπλέον, το δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα που καθιερώθηκε είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κυκλωμάτων εκμετάλλευσης των μεταναστών, που αναλάμβαναν με το αζημίωτο τη γρήγορη έκδοση των αδειών τους -σε σύντομο χρόνο η πιάτσα κατακλύστηκε από ακριβοπληρωμένες πλαστές άδειες και βεβαιώσεις, για τις οποίες ακόμη και σήμερα δικάζεται κόσμος.
Ανακεφαλαιώνοντας, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, έχουμε φτάσει περίπου στα τέλη του 2003 και η μέχρι τότε διαμορφωμένη κατάσταση είχε ως εξής: μια πολύχρονη αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους, που οδήγησε σταδιακά στη δαιμονοποίηση των μεταναστών, αντικαταστάθηκε από την καθιέρωση ενός περίπλοκου και αναποτελεσματικού συστήματος καταγραφής και νομιμοποίησής τους, που άφησε πολλά προβλήματα άλυτα. Την ίδια στιγμή, απουσίαζε οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής ένταξης, ενσωμάτωσης, όπως θες πες το, των ανθρώπων αυτών στην ελληνική κοινωνία και υιοθετούνταν μία μελλοντική προσέγγιση του ζητήματος από την οποία έλειπε κάθε στοιχείο ρεαλισμού.
Πάρε ανάσα τώρα, και θα συνεχίσουμε αύριο: θα δούμε τι έκανε η Νέα Διακυβέρνηση και πού βρισκόμαστε σήμερα. Είπαμε, το θέμα είναι τεράστιο και χρειάζεται προσεκτική προσέγγιση. Για την ώρα,
Σε χαιρετώ
Χασοδίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ενστάσεις και ισχυρισμοί
κατατίθενται μόνον εγγράφως
(Χασοδίκειος Πολιτική Δικονομία, άρθρον 228)