19 Ιουλίου 2007

Emigre (μέρος ΙΙ)


Συνεχίζουμε σήμερα, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, για να δούμε πώς αντιμετώπισε το μέγα ζήτημα της μετανάστευσης η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που ανέλαβε τον Μάρτιο του 2004 -και πού βρισκόμαστε σήμερα.

metanastes3


Αν και τα μεταναστευτικά θέματα αποτελούν αρμοδιότητα πολλών υπουργείων, κατεξοχήν αρμόδιο θεωρείται το Υπουργείο Εσωτερικών. Όταν λοιπόν ανέλαβε η Νέα Διακυβέρνηση, έλαχε στον καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλο ο κλήρος να βάλει τάξη στα ζητήματα της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας -αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα.

Ο νέος Υπουργός ξεκίνησε ελπιδοφόρα: με απόφασή του κατήργησε την υποχρέωση των μεταναστών να υποβάλλουν δύο φορές τα ίδια δικαιολογητικά για την έκδοση των αδειών εργασίας και διαμονής, περιορίζοντας έτσι σε ένα βαθμό τη γραφειοκρατία και την ταλαιπωρία, και άνοιξε πάλι το παράθυρο νομιμοποίησης, αναδρομικής κιόλας, για κάποιους από τους μετανάστες που έμειναν εκτός της διαδικασίας τον Ιούνιο του 2003. Παράλληλα, προετοίμαζε ένα καινούργιο νομοσχέδιο για τα θέματα αυτά που θα αντικαθιστούσε και θα συμπλήρωνε τον νόμο 2910/01.

Το νομοσχέδιο αυτό έγινε νόμος του κράτους τον Σεπτέμβριο του 2005 -ο νόμος 3386/05. Όσοι έτρεφαν πολλές ελπίδες για ριζική αντιμετώπιση του ζητήματος διαψεύστηκαν: ο νέος νόμος προέβλεπε άλλη μία διαδικασία νομιμοποίησης, αλλά με τόσο στενά κριτήρια ώστε να αποκλείεται η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών που διέμεναν ακόμη παράνομα στη χώρα. Από την άλλη, έγινε ένα βήμα στην κατεύθυνση περιορισμού της γραφειοκρατίας με την κατάργηση της άδειας εργασίας, αλλά ήταν το μόνο. Η αρμοδιότητα για τις άδειες διαμονής παρέμεινε στις Περιφέρειες, οι συναρμοδιότητες υπηρεσιών δεν περιορίστηκαν, το σύστημα προσέλευσης μεταναστών στο μέλλον δεν άλλαξε ουσιαστικά. Πολλές προσδοκίες, φτωχό -για άλλη μία φορά- αποτέλεσμα.

Δεν ξέρω, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, πώς θα μπορούσε να περιγράψει κανείς την κατάσταση που επικρατεί σήμερα -εγώ πάντως θα τη χαρακτήριζα τραγελαφική. Σε όποιον παρακολουθεί τα θέματα της μετανάστευσης, δημιουργείται αβίαστα η εντύπωση ότι η ελληνική Πολιτεία, ανεξαρτήτως του κόμματος που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν έχει ακόμη καταλήξει στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, ακόμη δεν ξέρουμε σαν Κράτος και σαν κοινωνία τι θέλουμε να κάνουμε με τους μετανάστες.

Φαινομενικά, η κεντρική ιδέα του συστήματος είναι η εξής: όσοι μπήκανε μπήκανε, όσοι νομιμοποιήθηκαν νομιμοποιήθηκαν, οι υπόλοιποι θα απελαθούν. Στην πράξη, η πολτική αυτή είναι ανεφάρμοστη. Οι παράνομοι μετανάστες στη χώρα μας μετρώνται σήμερα σε εκατοντάδες χιλιάδες, κάποιοι από αυτούς διαμένουν χρόνια στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι εργάζονται -είτε νόμιμα, είτε παράνομα.

Στοιχεία από την τελευταία επίσημη έκθεση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων λένε ότι ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα μας εκτιμάται ανάμεσα στις 800.000 και το 1.200.000. Από αυτούς, άδεια διαμονής διαθέτουν γύρω στις 285.000 (ολόκληρη η έκθεση, στα αγγλικά και σε αρχείο .pdf, εδώ). Ακόμη και αν τα στοιχεία δεν είναι πολύ ακριβή, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι κατέχοντες σήμερα νόμιμη άδεια είναι σχεδόν διπλάσιοι από τον πιο πάνω αριθμό, και πάλι η μετριοπαθέστερη εκτίμηση μας δίνει έναν αριθμό 300.000 παρανόμως διαβιούντων στην Ελλάδα αλλοδαπών. Τα τελευταία τρία χρόνια, ο αριθμός συλλήψεων με σκοπό την απέλαση κυμαίνεται γύρω στις 30.000 ετησίως: με απλά μαθηματικά, διαπιστώνουμε ότι, για να απελαθούν όλοι οι παράνομοι μετανάστες που βρίσκονται σήμερα στη χώρα, απαιτείται μία δεκαετία -με την προϋπόθεση ότι δεν θα προσφύγουν στα δικαστήρια, ή κι αν προσφύγουν δεν θα δικαιωθούν, και ότι δεν θα μπουν άλλοι στη χώρα.

metanastes4


(Παρένθεση: αν καθήσει κάποιος να λογαριάσει το κόστος της τρέχουσας πολιτικής για το Ελληνικό Δημόσιο, που συνίσταται σε ανθρωποώρες των αστυνομικών οργάνων, έξοδα απελάσεων, έξοδα κράτησης -σε άθλιες συνθήκες- των συλληφθέντων αλλοδαπών, απώλεια εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, επιβάρυνση των διοικητικών Δικαστηρίων από προσφυγές και ούτω καθεξής... θα του έρθει ίλιγγος...)

Την ίδια στιγμή, το ελληνικό Κράτος αρνείται να χορηγήσει υπηκοότητα στα τέκνα των μεταναστών που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό, ετοιμάζεται μία δεύτερη γενιά παρανόμων μεταναστών, οι οποίοι αυτοί τη στιγμή υπόκεινται σε ένα εντελώς ασαφές νομικό καθεστώς, αφού πολλοί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ούτε για να πάρουν την υπηκοότητα του κράτους καταγωγής των γονιών τους. Οι άνθρωποι αυτοί θα βρεθούν στα 18 τους κυριολεκτικά έρμαιοι: πιθανόν ανιθαγενείς, μεγαλωμένοι σε μία χώρα που δεν τους αναγνωρίζει δικαιώματα και χωρίς κανένα έρεισμα για να πάνε κάπου αλλού.

Αν προσθέσουμε και την ολοωσδιόλου παράλογη και χωροφυλακίστικη πολιτική χορήγησης ασύλου και αναγνώρισης προσφύγων που εφαρμόζει η χώρα μας, έχουμε την πλήρη εικόνα... Πλήρη; Όχι ακριβώς: Να μιλήσουμε και για προγράμματα ένταξης έστω όσων έχουν νομιμοποιηθεί; Για προγράμματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε ενήλικους μετανάστες; Για τους στρυφνούς νομοθετικούς περιορισμούς που δυσκολεύουν την οικογενειακή συνένωση; Για τα ένσημα που απαιτεί ο νόμος να πραγματοποιούν ετησίως -και, αν δεν τα συμπληρώνουν (συνήθως γιατί οι εργοδότες τους δεν τα καταβάλλουν), για την "ευκαιρία" που τους παρέχει ο νόμος να τα εξαγοράζουν, δημιουργώντας μία καινούργια κατηγορία ασφαλισμένων-ανασφάλιστων;

Απ' όπου και να το πιάσει κανείς, το θέμα μπάζει. Στην πραγματικότητα, μεταναστευτική πολιτική δεν υπάρχει -υπάρχει μόνο μεταναστευτικό ζήτημα, ή πρόβλημα αν θέλεις, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, και από εκεί και πέρα μια σειρά από ρυθμίσεις παράλογες, αποσπασματικές, αναποτελεσματικές, ανακόλουθες, που το διαιωνίζουν. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι υπό καθεστώς διαρκούς ομηρίας, που κρατάει χρόνια. Το απόλυτο αδιέξοδο.

Κι όμως, Μοναδικέ μου Αναγνώστη, στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα -έτσι δεν λέει το περίφημο ρητό; Αύριο πάλι εδώ θα είμαστε, να δούμε αν υπάρχουν λύσεις για το πρόβλημα, ή έστω προτάσεις. Για σήμερα,

Σε χαιρετώ

Χασοδίκης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ενστάσεις και ισχυρισμοί
κατατίθενται μόνον εγγράφως
(Χασοδίκειος Πολιτική Δικονομία, άρθρον 228)