20 Απριλίου 2010

Νεπαλέζικες ιστορίες, μέρος α'

Κυριακή 28 Μαρτίου, μεσημέρι, και βρισκόμαστε στη μικρή πόλη της Μπεσισαχάρ, προβλεπόμενη αφετηρία της πεζοπορικής μας διαδρομής. Όμως ο Μπιρ, ο Νεπαλέζος οδηγός βουνού που μας συνοδεύει, λέει ότι το κομμάτι που έχουμε προγραμματίσει να κάνουμε σήμερα από τη Μπεσισαχάρ μέχρι το χωριό Μπούλμπουλε δεν είναι πια μονοπάτι, έχει γίνει χωματόδρομος και θα πρέπει να περπατάμε δίπλα σε τζιπ και λεωφορεία. Μήπως προτιμάμε καλύτερα να πάρουμε το τοπικό λεωφορείο; Το συζητάμε λίγο μεταξύ μας: είναι μεσημέρι, κάνει ζέστη, έχουμε ζαβλακωθεί από το εξάωρο ταξίδι από την Κατμαντού με το τζιπ, κι η προοπτική να περπατήσουμε για τρεις ώρες σε γυμνό χωματόδρομο με τα μηχανοκίνητα να μας λούζουν στη σκόνη δεν φαίνεται και πολύ ελκυστική.

Ωραία, λοιπόν, ας πάρουμε το local bus. Γραμμή για την αφετηρία των λεωφορείων, ένα ξεροχώραφο στην άκρη της μικρής πόλης με μια παράγκα που παριστάνει το εκδοτήριο εισιτηρίων και τρία-τέσσερα προπολεμικά σαράβαλα ινδικής κατασκευής, με καμιά δεκαπενταριά θέσεις το καθένα, που μάτι μηχανικού δεν τα έχει δει τα τελευταία εξήντα χρόνια και που εκτελούν το δρομολόγιο ("εκτελούν" στη κυριολεξία). Βγάζουμε εισιτήρια, πετάμε τα σακίδια στη γαλαρία και απλωνόμαστε στα καθίσματα. Μετά από λίγο η μαούνα βάζει μπρος και ξεκινάμε.

Χασοδίκης ατενίζων το καμάρι των ΚΤΕΛ Μπεσισαχάρ. Φωτο του Ηλία


Ένα τέταρτο αργότερα έχουμε αρχίσει να το σκεφτόμαστε, μήπως θα ήταν τελικά προτιμότερο να πάμε με τα πόδια; Ο χωματόδρομος έχει χάλια αδιανόητα, οι νεροφαγιές έχουν μέγεθος χαράδρας, τα σαμαράκια μέγεθος λόφου, και δίπλα χάσκει ο γκρεμός. Στην Ελλάδα δεν θα περνούσε ούτε τρακτέρ, μόνο τα ερπυστριοφόρα της πυροσβεστικής σε περίπτωση πυρκαγιάς, εδώ όμως ο Νεπαλέζος ΚΤΕΛατζής δεν καταλαβαίνει Χριστό Βούδα: έχει καρφώσει την πρώτη στο κιβώτιο και ροβολάει στα κατσάβραχα περνώντας ξυστά από τους γκρεμούς και πέφτοντας σε όλες ανεξαιρέτως τις λακκούβες, μάλλον για να μη χαλάσει το κάρμα. Στο μεταξύ νιώθω τους σπονδύλους μου να χοροπηδάνε προς όλες τις κατευθύνσεις, κι από πάνω ο οδηγός έχει τσιτώσει το ραδιόφωνο και μερακλώνει με νεπαλέζικα σουξέ. Τρελό κέφι.

Ξαφνικά το λεωφορείο σταματάει απότομα κι από το πουθενά εμφανίζονται δυο γυναίκες με παραδοσιακές πολύχρωμες φορεσιές, που κουβαλάνε δυο μεγάλα τσουβάλια και διάφορες νάιλον σακουλίτσες. Ανεβαίνουν, στριμωχνόμαστε για να κάτσουν και συνεχίζουμε. Σε ένα λεπτό εμφανίζεται και ο εισπράκτορας, που είχαμε να τον δούμε από την αφετηρία: ένας πιτσιρικάς όχι πάνω από έντεκα χρονών, αλλά διαβόλου κάλτσα. Για την ακρίβεια, στην αρχή εμφανίζεται η δεξιά του σαγιονάρα να πατάει στο γείσο του παραθύρου της αριστερής πλευράς. Μετά σκάει μύτη η άλλη σαγιονάρα, και μετά ο υπόλοιπος: ο αθεόφοβος ήταν σκαρφαλωμένος στη σκεπή του λεωφορείου, και μόλις είδε τις καινούργιες επιβάτισσες έσπευσε με ευκινησία μαϊμούς, κάνοντας καταρρίχηση με το λεωφορείο σε κίνηση και τα γκρέμια από δίπλα.

Είναι γεννημένος έμπορας ο μικρός, κι επιπλέον μεγάλο λαμόγιο: στέκεται πάνω από τις νεοφερμένες με ένα μάτσο ρουπίες στο χέρι και τους μιλάει δυνατά και γρήγορα, περιμένοντας να εισπράξει τα ναύλα. Η μία κάνει να του τσιμπήσει το μάγουλο, όμως αυτός δεν μασάει από αβρότητες. Αποτραβιέται ελάχιστα και περιμένει, ρίχνοντας και μια ματιά πίσω, μην τυχόν και του έχει ξεφύγει κανένας τζαμπατζής. Μόλις παίρνει το παραδάκι, εκμεταλλεύεται μια στιγμιαία αφηρημάδα της μιας αγρότισσας και εξαφανίζεται σκαρφαλώνοντας σαν αστραπή στη σκεπή, χωρίς να της δώσει τα ρέστα!

Καθώς η διαδρομή συνεχίζεται αργά και βασανιστικά, με μέση ωριαία ταχύτητα όχι πάνω από δέκα χιλιόμετρα, εμείς έχουμε βογκήξει από το ταρακούνημα και το σκηνικό με τον πιτσιρικά εισπράκτορα να κάνει αναρρίχηση-καταρρίχηση από τη σκεπή μέσα και ξανά στη σκεπή επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές με καινούργιους επιβάτες. Στην τελευταία στάση οι δυο αγρότισσες κατεβαίνουν, η μία θυμάται τα ρέστα της που δεν τα πήρε και βάζει τις φωνές στον οδηγό, όμως αυτός δεν αφήνει τα τσάκρα του να χολοσκάσουν, κάνει τον Κινέζο και συνεχίζει. Εμείς από μέσα παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα, σχολιάζουμε στα ελληνικά και γελάμε.

Τελικά, στη μια ώρα επάνω κι ενώ τα κοκαλάκια μας έχουν γίνει φραπές από το πολύ κοπάνημα φτάνουμε σ' ένα τρίστρατο με μια παράγκα στην άκρη. Αριστερά ο δρόμος συνεχίζει για το Συάντζε, όμως εμείς κατεβαίνουμε εδώ. Επιτέλους. Ξεφορτώνουμε τα σακίδια και τεντωνόμαστε, προσπαθώντας να επαναφέρουμε τους σκελετούς μας στην κανονική τους θέση, ενώ το λεωφορείο ξαναβάζει μπρος και φεύγει μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης και μαύρης καπνιάς. Ουφ, τη γλιτώσαμε. Είμαστε στο Μπούλμπουλε, εδώ θα διασχίσουμε για πρώτη φορά τον ποταμό (από κρεμαστή γέφυρα, την πρώτη από τις αμέτρητες της διαδρομής μας) και θα διανυκτερεύσουμε.

Πού να ξέραμε τι άλλο μας περιμένει στη συνέχεια...


(ε ναι, προφανώς συνεχίζεται)


.

7 σχόλια:

  1. Tata θρύλος!! Λες άμα μας πιάσει η κρίση να γίνουν έμποροι ινδικής τεχνολογίας; Τέλειο όχημα για ορειβατικούς, χαμηλό κόστος αγοράς, καθόλου συντήρηση (σε νεπαλέζικες κ/σ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μου θυμίζει τις διαδρομές στις Άνδεις που είχα κάνει δίπλα στο γκρεμό προ δεκαετίας με κάτι λεωφορεία δεκαετίας '60.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλώς όρισες!
    Η πέτρα, στην πίσω ρόδα, "δείχνει" μάλλον πρόβλημα και στο χειρόφρενο....τυχεροί!

    Αναμένουμε με αγωνία....(Επαναλαμβάνομαι το ξέρω.....)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Α, μάλιστα, κι εμείς εδώ καμαρώνουμε για το μάτζικ μπας! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δείμε, αυτά είναι πιο παλιά :)

    Glam, τι είναι το χειρόφρενο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ενστάσεις και ισχυρισμοί
κατατίθενται μόνον εγγράφως
(Χασοδίκειος Πολιτική Δικονομία, άρθρον 228)