22 Απριλίου 2010

Νεπαλέζικες ιστορίες, μέρος β'

Μεγάλη Παρασκευή και γύρω στις 10 το πρωί φτάνουμε στο κεφαλοχώρι της διαδρομής, το Manang. Από εδώ και πέρα τα πράγματα σοβαρεύουν, είμαστε πια σε υψόμετρο 3.540 μέτρων και χρειάζεται προσοχή ώστε να μην μας πιάσει η νόσος του υψομέτρου, μια που κανένας από εμάς δεν έχει ξαναβρεθεί τόσο ψηλά.

Καταλύουμε στο ξενοδοχείο Tilicho, το οποίο αμέσως ξαναβαφτίζουμε σε "τσίλικο", μια που μας προσφέρει αδιανόητες χλιδές για τα στάνταρ του ταξιδιού: ευρύχωρο δωμάτιο, τουαλέτα μέσα στο δωμάτιο (τούρκικη μεν αλλά μέσα), ζεστό νερό στα ντους χωρίς έξτρα χρέωση, ένα τάχαμου German Bakery με μπισκοτάκια, κρουασανάκια και μηλόπιτες, μέχρι και καφέ εσπρέσο (Lavazza περικαλώ)! Εμείς όμως άτεγκτοι, we talk serious business τώρα και δεν είμαστε για να χαλαρώνουμε: πίνουμε ένα τσάι, κοπανάμε και δυο μηλόπιτες στη μέση ("for the middle", που λέει κι ο Ηλίας σε άψογα ελληνονεπαλέζικα) και μετά την κάνουμε για ανάβαση εγκλιματισμού.

Στα μεγάλα υψόμετρα, ένα κόλπο για να προσαρμόζεται καλύτερα ο οργανισμός είναι να κοιμάσαι χαμηλότερα από εκεί που ανέβηκες κατά τη διάρκεια της μέρας (climb high sleep low). Μια που εμείς θα κοιμόμασταν στο Manang, για να δουλέψει το κόλπο έπρεπε να ανέβουμε ψηλότερα και να ξανακατέβουμε. Έτσι, από τις τέσσερις-πέντε διαδρομές που προσφέρει το χωριό, διαλέγουμε να επισκεφτούμε την gompa Praken, που τη βλέπουμε κιόλας κρεμασμένη σε μια πλαγιά στα βόρεια, σε υψόμετρο περίπου 4.000 μέτρων. Ο οδηγός μας ο Μπιρ μας εξηγεί ότι μια gompa είναι κάτι σαν ασκηταριό, όπου ασκητεύει ένας λάμα: ο συγκεκριμένος έχει ηλικία 94 ετών (!) και βρίσκεται εδώ τα τελευταία 41 χρόνια (!).

Μια και δυο λοιπόν παίρνουμε το μονοπάτι που οδηγεί κατά την gompa και μετά από περίπου μιάμιση ώρα σχετικά κοπιαστικής ανάβασης φτάνουμε στο μικρό πλάτωμα της πλαγιάς που τη φιλοξενεί. Η θέα από εδώ πάνω είναι καταπληκτική και το πανόραμα των βόρειων κορυφών της Αναπούρνα απλώνεται μπροστά στα μάτια μας. Τραβάμε τις απαραίτητες φωτογραφίες και μετά περνάμε στα ενδότερα: μια που ήρθαμε εδώ πάνω, αμαρτία είναι να μην επισκεφτούμε και τον λάμα, έτσι δεν είναι;

Η θέα από τη gompa (κλικ για να μεγαλώσει)


Βγάζουμε παπούτσια, το λοιπόν, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης, και μπαίνουμε σε ένα μικρό δωμάτιο σαν σπηλιά. Καθόλου δεν του φαίνονται του λάμα τα 94 χρονάκια του. Έχει ένα εξαιρετικό μπρούτζινο χρώμα, προφανώς από τον ήλιο που βαράει ανελέητα, και μια απίστευτη αταραξία στο πρόσωπο. Κι εδώ που τα λέμε, τι να τον ταράξει εδώ πάνω; Ο τύπος τη βγάζει με προσευχή και μεντιτέισον, μαμ-κακά και νάνι, και εμφανώς δεν έχει ακούσει ποτέ του για τα σπρεντς ας πούμε. Καθόμαστε σε κάτι χαμηλούς πάγκους, ελαφρώς αμήχανοι μια που δεν ξέρουμε τι προβλέπει το πρωτόκολλο για την περίσταση, και περιμένουμε. Ο λάμα κάποια στιγμή διακόπτει την προσευχή του και μας καλεί έναν-έναν κοντά του. Γονατίζουμε με σεβασμό, μας περνάει στο λαιμό κάτι πολύχρωμα κορδονάκια και σε εξαιρετική αγγλονεπαλέζικη εσπεράντο μας εξηγεί ότι είναι φυλαχτά που θα μας φέρουν good luck για να περάσουμε το Thorong La. Μας αγγίζει το κεφάλι με το βιβλίο των προσευχών, δεμένο με ξύλο σκαλιστό παρακαλώ, και μας στέλνει στην ευχή του Βούδα.

Όσο να ολοκληρωθεί το τελετουργικό, μια κυρία απροσδιορίστου ηλικίας που μένει μαζί με τον λάμα, του μαγειρεύει και τον φροντίζει, μας προσφέρει τσάι -ωραιότατο, πρέπει να πω. Πίνουμε το τσάι μας ήσυχα χαζεύοντας τη διακόσμηση, που περιλαμβάνει πολλές φωτογραφίες δυτικών πεζοπόρων και ορειβατών, και μετά ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Προηγουμένως, αφήνουμε το κατιτίς μας: από εκατό ρουπίες έκαστος.

Στην επιστροφή ο δρόμος είναι κατηφορικός και έχουμε όρεξη (και ανάσα) για να σχολιάσουμε. Πλάκα πλάκα, μπορεί εκατό ρουπίες να είναι περίπου ένα ευρώ, όμως εδώ πάνω τις εποχές που το τρεκ μαζεύει πολύ κόσμο μπορεί να ανεβαίνουν και διακόσια άτομα τη μέρα. Διακόσια ευρώ, δεν είναι κι άσχημο μεροκάματο!

- Φαντάσου ρε συ, να μπεις στο διπλανό δωμάτιο και να δεις μια τηλεόραση πλάσμα 42 ιντσών, δυο-τρία ερκοντίσιον και κάνα πλεϋστέισον! Ρε μπας και μας δουλεύουν οι Νεπαλέζοι;

Όμως ο Μπιρ μας εξηγεί ότι οι βουδιστές μοναχοί και οι λάμα δεν πρέπει να δουλεύουν, τα δε μοναστήρια τους δεν έχουν δική τους περιουσία. Ζουν από τις προσφορές της κοινότητας και τις δωρεές προσκυνητών και επισκεπτών όπως εμείς. Από τα χρήματα που μαζεύει, ο λάμα μας κρατάει όσα χρειάζεται για να καλύψει τις δικές του (προφανώς ελάχιστες) ανάγκες και τα υπόλοιπα τα στέλνει στο μοναστήρι από το οποίο προέρχεται, κάπου μακριά από εδώ, για να συντηρηθούν οι μοναχοί.

Άντε τώρα να του εξηγήσεις ότι στην Ελλάδα έχουμε μοναστήρια που είναι πρώτες φίρμες στο real estate και κάνουνε μπίζνες με αγοραπωλησίες λιμνών, εγκαταστάσεις γκολφ και πεντάστερα ξενοδοχεία σε οικόπεδα-φιλέτα... Εδώ το πολιτιστικό χάσμα αποδεικνύεται αγεφύρωτο. Οπότε πείθουμε τον Ηλία να μην αναφέρει το Βατοπέδι, άσε ρε συ μην τους δίνουμε ιδέες και τους χαλάσουμε κι αυτούς, και κατηφορίζουμε ήσυχα ήσυχα για να είμαστε στην ώρα μας για το μεσημεριανό μας πιλάφι.


(συνεχίζεται)


.

6 σχόλια:

  1. Είδαμε και τις σχετικές φωτογραφίες που πήρατε τις ευλογίες του αγίου.

    Τώρα, εγώ που δεν τα πολυπιστεύω αυτά που σας είπε ο Μπιρ, και που υποψιάζομαι πως είναι παραμυθάκια για τους πιστούς είμαι μια τυπική Ελληνίδα καχύποπτη έτσι;
    Σκέψου ρε Χασοδίκη, πόσι τέτοια λάμα στέλνουν από ένα 200άρικο στο μοναστήρι την ημέρα; Άμα τα βάλεις όλα μαζί, τι τα κάνει το μοναστήρι τόσα λεφτά;

    (Και εντάξει δε θα σου λέω πόσο ζηλεύω σε όλα τα σχόλια!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ε καλά ρε συ, δεν έχει και κάθε μέρα 200 επισκέπτες το μοναστήρι! Τη μέρα που ανεβήκαμε εμείς, ας πούμε, πρέπει να ήταν καμιά τριανταριά. Και λάβε υπ' όψη ότι η πεζοπορική σεζόν είναι βασικά τέλη Μαρτίου-μέσα Απριλίου και Οκτώβριος-Νοέμβριος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ε, άρα δε μπορούν να κάνουν μπίζνες τύπου βατοπέδι, αλλά για μια φλατ σκρην φτάνουν οι εισπράξεις, φαντάζομαι! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. τσάι σκέτο ή ''τσάι τσάμπα'';
    μπράβο, μπράβο, δεν το είδα νωρίς όμως να σας πω να πάτε να βρείτε κάτι φίλους! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τσάι σκέτο, black tea.
    Έχεις φίλους στο Νεπάλ βρε θηρίο;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Τι είναι το "χειρόφρενο":

    Αυτό που άμα ξεχάσεις να το τραβήξεις, και βγεις από το αυτοκίνητο ή σβήσει η μηχανή, το βλέπεις φεύγει και αναρωτιέσαι:

    Μα που πάει μόνο του;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ενστάσεις και ισχυρισμοί
κατατίθενται μόνον εγγράφως
(Χασοδίκειος Πολιτική Δικονομία, άρθρον 228)